-
1 μαλακια
I.ион. μᾰλᾰκίη ἥ1) изнеженность, расслабленность, безволие(Μήδων Xen.; ψυχῆς Plat.)
2) мягкость(μ. καὴ ἡμερότης Plat.)
3) слабость, недуг(πᾶσα νόσος καὴ πᾶσα μ. NT.)
II.τά (sc. ζῷα) моллюски Arst.
1 μαλακια
(Μήδων Xen.; ψυχῆς Plat.)
(μ. καὴ ἡμερότης Plat.)
(πᾶσα νόσος καὴ πᾶσα μ. NT.)